Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Από το θέατρο στην κινηματογραφική οθόνη

 


Το μεταπολεμικό θέατρο: Η "χρυσή εποχή" της κωμωδίας

 «Το γέλιο το παράγουν ορισμένοι άνθρωποι πολύτιμοι και σπάνιοι. Σπάνιοι και πολύτιμοι σαν τα ρουμπίνια ή τα πουλιά του παραδείσου (…) Εννοώ αποκλειστικά και μόνο τους επαγγελματίες παραγωγούς του γέλιου -  ευθυμογράφους, γελοιογράφους, κωμωδιογράφους, γελωτοποιούς της σκηνής και της οθόνης. Αυτούς που απαρνήθηκαν κάθε άλλον προορισμό στη ζωή τους εξόν από ένα: να τροφοδοτούνε με κέφι, χαρά και αισιοδοξία τους συνανθρώπους τους (…) Το γέλιο που μας προμηθεύουν είναι συνάμα ένα ξύπνημα και μια χειραφέτηση. Χάρη σ΄ αυτούς ωριμάζουμε και πλουτίζουμε, γινόμαστε πιο ενήμεροι και πιο σοφοί σχετικά με τη γύρω μας πραγματικότητα. Με τα μαγικά γυαλιά που μας φοράνε μας δείχνουνε τις ασκήμιες του κόσμου -για να χαρούμε πιο πολύ τις ομορφιές του», γράφει ο  Αλέξης Σολομός στο έργο του Καλή μου Θάλεια ή Περί Κωμωδίας.

 Η κωμωδία, η κωμική τέχνη, στους 26 περίπου αιώνες της ζωής της, είναι κυρίως ο καθρέφτης της καθημερινής ζωής, η εικόνα της κοινωνίας και της εποχής που αντιπροσωπεύει. Στην πιο ανώδυνη μορφή της είναι φάρσα, στην πιο οδυνηρή σάτιρα. Σκοπός της κωμωδίας δεν είναι αποκλειστικά η πρόκληση του γέλιου. Ο προορισμός της είναι να παίρνει γελώντας θέση μάχης, Ακόμα κι όταν δεν πολεμάει συγκεκριμένα πρόσωπα και πράγματα, πάντα με τον τρόπο της κάτι θα σημαδεύει. Ο ευγενής στόχος της, έλεγε ο Σίλλερ, είναι να δημιουργήσει και να διατηρήσει μέσα μας την ελευθερία του πνεύματος.

 Η μεταπολεμική ελληνική θεατρική κωμωδία, που πρωτογνώρισα από τις κινηματογραφικές της διασκευές, αισθανόμουν ότι μου ήταν πάντα κάτι πολύ οικείο, γνώριμο και αγαπητό. Μου προκαλούσε, συχνά, μια μελαγχολία, μια νοσταλγία για μια εποχή που έφυγε. Στη μεταπολεμική φαρσοκωμωδία στο θέατρο και τον κινηματογράφο διαφαίνεται, σε μεγάλο βαθμό, το κλίμα, η ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60, παρά τις απλουστεύσεις και σχηματοποιήσεις που περιέχει. Η κοινωνιολογική προσέγγιση των έργων της οδηγεί σε χρήσιμες και πολύ διαφωτιστικές παρατηρήσεις για την κοινωνία και τους ανθρώπους μιας χρονικής περιόδου, πλούσιας και πυκνής σε γεγονότα και εξελίξεις. Επιπλέον, θεωρούσα την κωμωδία αδικημένη, καθώς υπήρξε για πολλά χρόνια αντικείμενο περιφρόνησης από τους μελετητές και οι δημιουργοί της δέχτηκαν πολλές φορές σκληρή κριτική για τα έργα τους. Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο: Η κωμωδία των μεταπολεμικών χρόνων αγαπήθηκε πολύ και έγινε πραγματικά ένα είδος «λαϊκό», με την έννοια της προέλευσης και της αναφοράς στο λαό αλλά και κλασικό, καθώς τα έργα αυτής της περιόδου παίζονται και ξαναπαίζονται στο θέατρο με μεγάλη επιτυχία, βλέπονται και ξαναβλέπονται στις κινηματογραφικές τους διασκευές στην τηλεόραση, χωρίς να χάνουν την αρχική τους φρεσκάδα.

  Το ευθυμογράφημα, η θεατρική κωμωδία και η φαρσοκωμωδία του ελληνικού κινηματογράφου, κυρίως των δεκαετιών του '50 και του '60, ακολούθησαν μια παράλληλη πορεία: Οι ίδιοι άνθρωποι, που ξεκίνησαν γράφοντας ευθυμογραφήματα σε λαϊκά περιοδικά, πέρασαν αργότερα στο χώρο του λαϊκού θεάματος (κωμωδία - επιθεώρηση) και όταν ο κινηματογράφος στη δεκαετία του '50 προσπάθησε να αναπαραγάγει μαζικά αυτά τα θεάματα, οι ίδιοι και πάλι άνθρωποι ασχολήθηκαν τόσο με το γράψιμο των σεναρίων όσο και με τη σκηνοθεσία κινηματογραφικών ταινιών. Τα πρώτα, λοιπόν, μεταπολεμικά χρόνια και ύστερα, αναπτύσσεται μια καινούρια γενιά ευθυμογράφων, οι οποίοι έφεραν στο είδος τη "χρυσή εποχή" του. Οι σημαντικότεροι από αυτούς, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Πολύβιος Βασιλειάδης, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Παναγιώτης Παπαδούκας, ο Ασημάκης Γιαλαμάς, ο Κώστας Πρετεντέρης, γράφουν σε εφημερίδες και λαϊκά περιοδικά "ποικίλης ύλης" για ένα νέο κοινό, που δημιουργήθηκε από τη μαζική μετακίνηση του πληθυσμού από τα χωριά προς τις πόλεις, ένα κοινό  χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Η ελληνική κοινωνία υφίσταται σημαντικές αλλαγές, που σταδιακά τη μεταμορφώνουν, μέχρι τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ΄60 ολοκληρώνεται ο μετασχηματισμός της από κυρίως αγροτική σε αστική. Στις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 ο αστικός μετασχηματισμός έχει ολοκληρωθεί με αποτέλεσμα την αλλαγή του τρόπου ζωής, των ηθών και των κυρίαρχων αντιλήψεων. Oι ευθυμογράφοι ένιωσαν άμεσα την τεράστια κοινωνική αλλαγή που διαδραματιζόταν στην Ελλάδα και απομόνωσαν τις αντιθέσεις που γεννιούνταν ανάμεσα στις παλιές παραδόσεις και στις καινούριες κοινωνικές σχέσεις που δημιουργούνταν στην ελληνική πόλη, διακωμωδώντας τις. Τα θέματά τους είναι όλα παρμένα από την καθημερινή πραγματικότητα. Εξοικειώνονται με τα γλωσσικά ιδιώματα διαφόρων περιθωριακών ομάδων, κοινωνικών ή φυλετικών, και αυτή η εξοικείωση και η γνώση του σφυγμού του "μέσου" αναγνώστη τους οδηγεί αναπόφευκτα στο θέατρο, την επιθεώρηση και τον κινηματογράφο, πλουτίζοντας με τους χυμούς της ζωντανής λαϊκής γλώσσας τις αποστεωμένες φόρμες τους. 

  'Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά, θετικά και αρνητικά, περνούν και στο θέατρο και αργότερα στον κινηματογράφο. Ο Ψαθάς, ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος προμήθεψαν με τα γραπτά τους ολόκληρο το νεοελληνικό θέατρο εκείνων των χρόνων, δημιουργώντας την κλασική τρίπρακτη κωμωδία, που στηρίζεται στις συνταγές του γαλλικού μπουλβάρ και του μολιερικού θεάτρου χαρακτήρων. Είναι απλή στη δομή της και για να λειτουργήσει χρειάζεται μόνο δύο πράγματα: 'Εναν ήρωα σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του και μία παρεξήγηση για να την ενεργοποιήσει. Η δυσαρμονία στηρίζεται τις περισσότερες φορές σε κάποια ιδιοτυπία του χαρακτήρα του, κάποιο δηλαδή ελάττωμα (ο ήρωας είναι τσιγκούνης, νευρικός, γρουσούζης, ζηλιάρης, γκρινιάρης) ή σε μια κοινωνική οπισθοδρομικότητα (ο ήρωας είναι αυστηρός μπαμπάς ή αδελφός). Η σύγκρουση τελειώνει, συνήθως, με τον πιο ανώδυνο τρόπο και πάντα μέσα στα πλαίσια της αστικής ηθικής.

  Ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με θετικές ή αρνητικές προσεγγίσεις των κριτικών, υπάρχει μια πραγματικότητα. Τα έργα αυτά καλύπτουν μια μεγάλη περίοδο του νεοελληνικού θεάτρου σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και κρίσιμη ιστορική συγκυρία, όπου ο κόσμος κουβαλάει τα τραύματα και τις εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου και προσπαθεί να συνέλθει, να ξεφύγει, να εκτονωθεί, να γελάσει. Η παραγωγή είναι μεγάλη και σίγουρα το αποτέλεσμα άνισο. Υπάρχουν σ' αυτήν θαυμάσιες, αριστουργηματικές κωμωδίες, υπάρχουν κάποιες μέτριες κωμωδίες με κάποια καλά στοιχεία, υπάρχουν και  αρκετές ελαφρές φαρσοκωμωδίες, αν δεχτούμε την αξιολογική χρήση του όρου. Είναι γεγονός ότι πολλές απ' αυτές τις κωμωδίες "χρωστούν" το γεγονός ότι θεωρούνται κλασικές στην τύχη που είχαν να παιχτούν από μεγάλους κωμικούς ηθοποιούς και στη μεταφορά και διασκευή αρκετών από αυτές για τον κινηματογράφο. 

  Από τη δεκαετία του '50 κι έπειτα, γίνονται πια θεσμός οι θίασοι ελαφράς κωμωδίας με πρωταγωνιστές μεγάλους ηθοποιούς, που αναδεικνύουν αλλά και συνδιαμορφώνουν τα έργα με το κωμικό τους ταλέντο  και δημιουργούν αξεπέραστους θεατρικούς τύπους: Βασίλης Λογοθετίδης, Βασίλης Αυλωνίτης, Γεωργία Βασιλειάδου, Μίμης Φωτόπουλος, Νίκος Σταυρίδης, Χρήστος Ευθυμίου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Νίκος Ρίζος, Ντίνος Ηλιόπουλος, Γιάννης Γκιωνάκης, Κώστας Χατζηχρήστος, Ρένα Βλαχοπούλου, Κώστας Βουτσάς, Θανάσης Βέγγος, Γιώργος Κωνσταντίνου και πολλοί άλλοι. 'Αλλωστε, το θέατρο είναι αδιαίρετο και μόνο για να το εξετάζουμε μεθοδικά μπορούμε να διαστέλλουμε τη δραματουργία από τη σκηνική πράξη. Η δυναμική των ηθοποιών μας καθόρισε σε πολλές περιπτώσεις τα όρια και τους όρους της νεοελληνικής δραματουργίας.

  Πέρα, όμως, απ' αυτά τα δεδομένα, για τη μεγάλη επιτυχία και απήχησή τους στο λαϊκό κοινό υπάρχουν και άλλα αίτια. Οι κωμωδίες αυτές, όπως οι περισσότερες κωμωδίες σε όλες τις εποχές, προβάλλουν την εικόνα μιας εποχής, μιας κοινωνίας, τους κυρίαρχους τύπους με τα ήθη και τις αντιλήψεις τους, που συχνά η ιστορική και χρονική συγκυρία διαμορφώνει. Τα θέματα είναι σύγχρονα και γνωστά, οι ήρωες καθημερινοί και οικείοι. ΄Ολοι μαζί συνθέτουν το πορτραίτο του Νεοέλληνα. Η σάτιρα σπάνια προχωρεί βαθιά, τα αίτια για τα κακώς κείμενα δεν ανιχνεύονται, όλα συνήθως τελειώνουν καλά. Ωστόσο, πέρα από το γέλιο, τη διασκέδαση, τη χαλάρωση, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η γνωριμία με μια πραγματικότητα, μέσα από την αναπαράστασή της, προσφέρει στο θεατή και τη δυνατότητα της τελικής αμφισβήτησης.

 Η σχεδόν καθημερινή προβολή τους από την τηλεόραση τις έχει κάνει γνωστές και αγαπητές στις νεότερες γενιές  των Ελλήνων. Στο θλιβερό τηλεοπτικό τοπίο της χυδαιότητας, των αρνητικών προτύπων και του κακού γούστου, αποτελούν μια όαση, καθώς μας χαρίζουν χαμόγελο αλλά και συγκίνηση, μια ανάσα αγνότητας, ανεμελιάς και κυρίως ανθρωπιάς.

                                                                   Τατιάνα Βαφειάδου

Η συντακτική ομάδα

1 σχόλιο:

  1. Αν το γέλιο είναι λυτρωτικό, τότε η κωμωδία είναι φάρμακο. Ένα πολύ κατατοπιστικό, ουσιαστικό και γεμάτο νοσταλγία άρθρο για τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, από μια γνώστρια του είδους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

  Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου Είτε ασπρόμαυρες είτε έγχρωμες οι ταινίες του ΄50 και του ΄60, ιδιαίτερα οι κωμωδίες, είναι σ...