Κυριακή 23 Απριλίου 2023

Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

 Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

Είτε ασπρόμαυρες είτε έγχρωμες οι ταινίες του ΄50 και του ΄60, ιδιαίτερα οι κωμωδίες, είναι στην καρδιά μας. Τις βλέπουμε και τις ξαναβλέπουμε. Από γενιά σε γενιά. Είναι κλασικές όπως όλα τα δημιουργήματα που αντέχουν στο χρόνο. Νοσταλγία για μια εποχή που χάθηκε; Ή μήπως αναζήτηση της ταυτότητας μιας κοινωνίας πολύ διαφορετικής από τη σημερινή αλλά ταυτόχρονα και πολύ κοντινής.

Πώς το λέει ο στίχος του Νίκου Παπάζογλου:«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…»

Η Ελλάδα του ΄50, του ΄60… η Ελλάδα του 2023. Ο κινηματογράφος, έτσι κι αλλιώς, είναι αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά και ιδεών, αξιών, συναισθημάτων, κυρίαρχων αντιλήψεων της εποχής του. Τι χάθηκε, τι άλλαξε; Ας  δούμε τις ταινίες πιο προσεκτικά  κι ας αναζητήσουμε τα στοιχεία  που μας προκαλούν το ενδιαφέρον, μας συγκινούν, μας εκπλήσσουν, μας οδηγούν σε σκέψεις και συγκρίσεις με το παρόν και τις καταστάσεις που βιώνουμε. Ας αφουγκραστούμε τη «φωνή» τους. Είναι πάντα τόσο ζεστή και οικεία!

Μετανάστευση, οικονομική ανέχεια, φτώχεια.

 

Μετανάστευση, οικονομική ανέχεια, φτώχεια.

Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα,  μετά τον εμφύλιο πόλεμο, κάτι το οποίο καθυστέρησε σημαντικά την ανασυγκρότησή της και κατά προέκταση την οικονομική της κατάσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο η χώρα να ερειπωθεί, αφού ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επέλεγε να μεταναστεύσει σε οικονομικά καλύτερες χώρες, αλλά και όσοι έμεναν, να ζουν σε πολύ άσχημες συνθήκες. Τα φαινόμενα αυτά εντοπίζονται στις τρεις ταινίες που αναλύονται παρακάτω, οι οποίες, εφόσον γυρίστηκαν την εποχή αυτή, είναι φυσικό να την αντικατοπτρίζουν.


« Η θεία απ’ το Σικάγο»

Σκηνοθεσία - Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος

Έτος παραγωγής: 1957


 

  Ο Χαρίλαος, απόστρατος αξιωματικός με πολύ αυστηρές και συντηρητικές αρχές, μεγαλώνει τις τέσσερις κόρες του με... στρατιωτική πειθαρχία. Παρ' όλη την επιθυμία του να τις παντρέψει, δεν τις αφήνει πουθενά μόνες, με αποτέλεσμα να μην τις πλησιάζει άνδρας. Η σύζυγός του, Ευτέρπη, αλλά και ο φίλος του και γείτονας Ξενοφών, καταβάλλουν αξιοσημείωτες προσπάθειες να τον πείσουν να αλλάξει τακτική, εκείνος όμως επιμένει στην πολύ συντηρητική συμπεριφορά του. Όταν, όμως, η συζήτηση φτάνει στην ευκατάστατη και από χρόνια ξενιτεμένη στο Σικάγο των ΗΠΑ (και πλέον χήρα) αδελφή του Καλλιόπη, τα πάντα ανατρέπονται. Εκείνη επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει να εκσυγχρονίσει το σπίτι του στρατηγού, όπως και να βοηθήσει τα τέσσερα κορίτσια να αποκατασταθούν. Χάρη σε ευφυέστατα, όσο και ριψοκίνδυνα, τεχνάσματα, πετυχαίνει σύντομα το σκοπό της και η μία μετά την άλλη, οι κοπέλες χορεύουν τον χορό του Ησαΐα. Το κύριο τέχνασμά της, και αυτό που αργότερα αντιγράφει και η υπόλοιπη γειτονιά, είναι το κόλπο με το κανάτι. Ουσιαστικά, χαζεύουν από το μπαλκόνι του σπιτιού τους περαστικούς, που εκείνη την ώρα επιστρέφουν από τις δουλειές τους. Μόλις η ανιψιά εντοπίσει κάποιον που της αρέσει εμφανισιακά, η Καλλιόπη ρίχνει από το μπαλκόνι μία στάμνα γεμάτη νερό με σκοπό να σκάσει στο οδόστρωμα μπροστά του. Πράγματι, πετυχαίνει τον στόχο της και μεσολαβεί προκειμένου ο συγκεκριμένος περαστικός, να γνωριστεί καλύτερα με την ανιψιά της, την ίδια κιόλας στιγμή.

 

«Μανταλένα»

Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος

Σενάριο: Γεώργιος Ρούσσος

Έτος παραγωγής: 1960

 


    Ο καπετάν Κοσμάς Χαρίδημος μαζί με την κόρη του Μανταλένα, κάνουν μεταφορές από το Ασπρονήσι στο απέναντι νησί, έχουν όμως να συναγωνιστούν το καΐκι του Γεωργάρα και του γιου του Λάμπη. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η Μανταλένα βρίσκεται σε δύσκολη θέση καθώς έχει να θρέψει τα έξι αδέλφια της. Αποφασίζει να δουλέψει μόνη της το καΐκι, αλλά κανένας δεν εμπιστεύεται μια καπετάνισσα. Ο παπα Φώτης αποφασίζει να τη βοηθήσει με ένα έξυπνο τέχνασμα την ημέρα των Φώτων. Η Μανταλένα θα πιάσει το Σταυρό και όλοι αρχίζουν να ταξιδεύουν με τη βάρκα της. Αρχίζει να ερωτεύεται το Λάμπη. Τα πράγματα, όμως, θα χειροτερέψουν και πάλι, όταν ο Γεωργάρας αγοράζει βενζινοκίνητη βάρκα και όλο το χωριό είναι ενθουσιασμένο. Η Μανταλένα, θλιμμένη, γνωρίζει πως τώρα η πελατεία της θα χαθεί. Η πείνα αρχίζει πάλι να κάνει την εμφάνισή της στο σπίτι της, αλλά εκείνη δεν δέχεται ποτέ ελεημοσύνες. Έπειτα, ως ύστατη λύση, σκέφτεται να πουλήσει το σπίτι για να πάρει κι αυτή βενζινοκίνητη βάρκα. Παράλληλα, αρνείται να παντρευτεί απλά για τα λεφτά τον Γιακουμή, που την πολιορκεί καιρό. Η μοίρα, όμως, της παίζει άδικο παιχνίδι, καθώς το σπίτι της καίγεται από το καντηλάκι του πατέρα της. Η Μανταλένα αναγκάζεται να δεχτεί να παντρευτεί το Γιακουμή. Στο γλέντι, ο Λάμπης της ζητά να χορέψουν και εκεί της αποκαλύπτει πόσο πολύ την αγαπά. Τελικά, η αγάπη νικάει.  Η ταινία τελειώνει πάλι στο λιμανάκι, εκεί όπου άρχισε, με το ζευγάρι Μανταλένας και Λάμπη και τις  δύο οικογένειες μονιασμένες.

 


« Το κλωτσοσκούφι»

Σκηνοθεσία: Ντίνος Δημόπουλος

Σενάριο: Αλέκος Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος

Έτος παραγωγής: 21 Μαρτίου 1960



Μια πολύ φτωχή αλλά  χαριτωμένη κοπέλα, η Μαίρη, γνωστή  και με το παρατσούκλι «το κλωτσοσκούφι», δεν μπορεί να στεριώσει σε καμιά δουλειά, επειδή την παρενοχλούν τα αφεντικά της. Στην απελπισία της, καταφεύγει στον εφοπλιστή Τζώρτζη Βέγγελη  και τον παρακαλάει να τη στείλει στην Αυστραλία, όπου μένει ένας θείος της. Ο Τζώρτζης καταγοητεύεται από τη σπιρτάδα και την ομορφιά της Μαίρης και υπόσχεται να τη βοηθήσει. Όμως, μια σειρά συμπτώσεων δεν του επιτρέπουν να τηρήσει την υπόσχεσή του και η άμοιρη κοπέλα ξαναπαίρνει τους δρόμους. Ο Τζώρτζης δεν μπορεί να τη βγάλει απ’ το μυαλό του, την αναζητά, τη βρίσκει και παρά τις αντιρρήσεις των δικών του, τη συνοδεύει ο ίδιος σ’ ένα ταξίδι, όχι όμως για την Αυστραλία, αλλά για το μήνα του μέλιτος.

Και από τις τρεις ταινίες παίρνουμε στοιχεία που σχετίζονται με το θέμα της εργασίας μας. «Μετανάστευση, οικονομική ανέχεια και φτώχεια». Στην ταινία Η θεία απ’ το Σικάγο διακρίνεται αντίστροφα το φαινόμενο της μετανάστευσης, καθώς η θεία Καλλιόπη επιστρέφει από το Σικάγο στη γενέτειρά της, χήρα πια, για να ζήσει με την οικογένεια του αδελφού της. Αντιθέτως, στην ταινία Η Μανταλένα φαίνεται η οικονομική ανέχεια και η φτώχεια από το γεγονός πως η οικογένεια της Μανταλένας ήταν άπορη και τα μέλη της επιβίωναν με μεγάλη δυσκολία. Και τα τρία αυτά, όμως, στοιχεία διακρίνονται έντονα στην ταινία Το κλωτσοσκούφι, καθώς η κεντρική ηρωίδα ζει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες με λιγοστά χρήματα και ως μόνη λύση βλέπει τη μετανάστευση στην Αυστραλία.


Αν και οι συνθήκες που ωθούν τους Έλληνες του σήμερα είναι διαφορετικές από αυτές της Ελλάδας του ΄50 και του ΄60, οι ομοιότητες είναι αρκετές. Το κύριο στοιχείο που παραμένει ίδιο είναι οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες και η απαισιοδοξία των Ελλήνων για την οικονομική κατάσταση της χώρας μας. Αυτό το φαινόμενο έχει ως συνέπεια πολλοί νέοι να μεταναστεύουν ή να έχουν ως σκοπό να φύγουν στο εξωτερικό για να βρουν καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως παρατηρείται και παλιότερα. Η διαφορά στις μέρες μας είναι ότι οι περισσότεροι που μεταναστεύουν στο εξωτερικό είναι επιστήμονες που αδυνατούν να βρουν δουλειά στη χώρα μας, ενώ στις παλαιότερες δεκαετίες οι μετανάστες ήταν κυρίως εργάτες ή εργαζόμενοι σε δύσκολες χειρωνακτικές εργασίες. Το πρόβλημα, όμως, είναι το ίδιο. Χιλιάδες Έλληνες επιλέγουν το δύσκολο δρόμο της μετανάστευσης και χωρίζονται από τις οικογένειές τους. Η πατρίδα μας χάνει ένα πολύτιμο κεφάλαιο και συρρικνώνεται πληθυσμιακά. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να σταματήσει με τα κατάλληλα μέτρα, τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και την καταπολέμηση της ανεργίας.

Θανάσης Μπιτζάνης, Στέλλα Παπαχρήστου, Αλεξάνδρα Πετσινάρη


Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Τα κακώς κείμενα.

 

Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Τα κακώς κείμενα.

 Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αναπαράγεται μέσα από τα κακώς κείμενα και θεωρούμε πως παρουσιάζεται περίτρανα μέσα από αυτές τις τρεις ταινίες της δεκαετίας του ‘50 - ‘60. Η διαφθορά αλλά και η διεφθαρμένη αντίληψη των ανθρώπων μέσα από την προβολή των ταινιών αυτών, σε κάνουν, τάχιστα, να συνειδητοποιήσεις πως η Ελλάδα αυτών των δεκαετιών όχι μόνο δε διαφέρει σε σχέση με τις απόψεις και τη βούληση των ανθρώπων, αλλά παραμένει η ίδια ακόμη και σήμερα. Λαμβάνοντας περιληπτικά μερικά παραδείγματα μέσα από αυτές τις τρεις αντιπροσωπευτικές ταινίες, θα κάνουμε μερικές συγκρίσεις και θα διαπιστώσουμε πως ίσως τελικά μονάχα εδώ να μην ταιριάζει η έκφραση «κάθε πέρυσι και καλύτερα», γιατί, όπως βλέπουμε και από τα γεγονότα των ημερών μας, «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν». Στις τρείς αυτές ταινίες θα μελετήσουμε τη διαφθορά των ανθρώπων σε σχέση με τον δημόσιο τομέα και όχι μόνο.

 

«Φωνάζει ο κλέφτης»

 Αρχικά, με την ταινία «Φωνάζει ο κλέφτης» του 1965 σε σκηνοθεσία Ανδρέα Ανδρεαδάκη και σενάριο Γιάννη Δαλιανίδη, βλέπουμε τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα και τις διάφορες καταχρήσεις που γίνονταν, γίνονται και, αν δεν αλλάξουν ριζικά οι αντιλήψεις των ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία, θα γίνονται. Με μία γρήγορη ματιά στην ταινία συμβαίνουν τα εξής: το πορτοφόλι του απόστρατου στρατηγού Καραλέοντα, νυν διευθυντού μεγάλου Δημόσιου Οργανισμού, πέφτει κατά λάθος στα χέρια του φτωχού πλην τίμιου υπαλλήλου Τίμου. Ο Τίμος επιχειρεί να επιστρέψει το πορτοφόλι στον ιδιοκτήτη του  και τελικά του το παραδίδει. Ο στρατηγός ενθουσιάζεται με την τιμιότητα του Τίμου και τον προσλαμβάνει ως λογιστή. Ο Τίμος έχει χάσει πολλές φορές τη δουλειά του γιατί ανακαλύπτει παντού κομπίνες. Και αυτή τη φορά, στην έρευνα που κάνει στα λογιστικά βιβλία του Οργανισμού, θα ανακαλύψει ότι ο κουνιάδος του στρατηγού, που έχει μια σημαντική θέση χάρη στο γαμπρό του, κλέβει συστηματικά. Η αδελφή του και γυναίκα του στρατηγού το γνωρίζει και τον καλύπτει. Όταν ο Τίμος επιχειρεί να ενημερώσει το στρατηγό, ο κλέφτης κουνιάδος του θα κατηγορήσει τον Τίμο ως αναρχικό και εχθρό του καθεστώτος και  ο αθώος Τίμος θα κλειστεί στη φυλακή. Ευτυχώς, στο τέλος, η αλήθεια αποκαλύπτεται, ο κλέφτης συλλαμβάνεται και ο Τίμος αποφυλακίζεται.

                                            


        

«Ένας ήρωας με παντούφλες»  

 Στην ταινία «Ένας ήρωας με παντούφλες» του 1958 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Αλέκου Σακελλάριου βλέπουμε το φαινόμενο της κατάχρησης χρημάτων, της απάτης και της απόκτησης της λεγόμενης «μίζας». Αναλυτικότερα, ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας, ήρωας του πολέμου, που ζει φτωχικά πλην όμως έντιμα με τη γυναίκα του Ειρήνη και την κόρη του Πόπη, δέχεται την επίσκεψη του μέλλοντα γαμπρού του, ο οποίος του ανακοινώνει ότι σκοπεύει να ξενιτευτεί στην Αυστραλία, για να βγάλει λεφτά και να παντρευτεί την Πόπη. Την ίδια μέρα, ο Δεκαβάλλας δέχεται και την επίσκεψη του εξαδέλφου του Απόστολου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι η πατρίδα, για να τον τιμήσει, αποφάσισε να αναγείρει τον ανδριάντα του, στη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι του. Ωστόσο, την ημέρα των αποκαλυπτηρίων, η Πόπη αντιλαμβάνεται ότι η Τζένη, η κόρη του Απόστολου, σκοπεύει να παντρευτεί τον μνηστήρα της, πνίγει όμως τα δάκρυά της για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα της, ο οποίος πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Γρήγορα, όμως, ο καλοκάγαθος στρατηγός αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση του ανδριάντα δεν ήταν παρά μια ακόμα κομπίνα για να φαγωθούν κρατικά χρήματα και αποκαλύπτει όλους τους προικοθήρες και τους απατεώνες.

                                                     


 

«Υπάρχει και φιλότιμο»

 Τέλος, μέσα από την ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» του 1966 με σκηνοθέτη και σεναριογράφο ξανά τον Αλέκο Σακελλάριο, η οποία αποτέλεσε και την αγαπημένη της ομάδας μας, βλέπουμε για ακόμη μία φορά τις καταχρήσεις μερικών ανθρώπων, που εκμεταλλεύονται τη σχέση τους με την εξουσία  και κερδίζουν με κομπίνες και μίζες χρήματα από το δημόσιο. Έτσι, λοιπόν, έχουμε μία από τις λίγες ελληνικές ταινίες που σατιρίζουν εύστοχα την εκλογική διαδικασία και τα συμφραζόμενά της στη χώρα μας. Ο υπουργός Ανδρέας Μαυρογιαλούρος, αποκομμένος εντελώς από τα προβλήματα των απλών ανθρώπων της επαρχίας, με αφορμή τα εγκαίνια ενός μαιευτηρίου, επισκέπτεται το χωριό της εκλογικής του περιφέρειας, την Πλατανιά. Μετά από ένα ατύχημα, διαπιστώνει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του αλλά και τις απάτες των συνεργατών του. Αποφασίζει λοιπόν να παραιτηθεί από την κυβέρνηση και να βάλει τάξη στη ζωή του, ξεκινώντας από τη χαρτοπαίχτρα γυναίκα του και την ελαφρόμυαλη κόρη του.

 


 

Στις ταινίες αυτές, η ομάδα μας ξεχωρίζει μερικά από τα ακόλουθα στοιχεία:

1.      Οι πελατειακές σχέσεις. Το κράτος ήταν σχεδόν ο μοναδικός σταθερός εργοδότης. Αναπτύχθηκε έτσι μια σημαντική πίεση, η οποία τροφοδότησε το πελατειακό σύστημα. Πολλοί πολιτικοί «εξαγόραζαν» ουσιαστικά τις ψήφους των συμπολιτών τους μέσω του διορισμού μελών της οικογενείας τους στο δημόσιο. Ο όρος πελατειακό παραπέμπει στην μεταχείριση του ψηφοφόρου σαν «πελάτη» του πολιτικού.

 

2.      Παρασιτική νοοτροπία. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δομής ήταν να αναπτυχθεί σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού γενικευμένη αντιπαραγωγική και παρασιτική νοοτροπία, δηλαδή να αναζητεί τρόπους απόκτησης εισοδήματος χωρίς να προσφέρει το ανάλογο προϊόν ή υπηρεσία. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα όπως:

 

·       Η παραοικονομία. Δίπλα στην επίσημη και φανερή οικονομική δραστηριότητα - αυτή που δηλώνεται στις φορολογικές αρχές - υπάρχει και μια άλλη, αφανής οικονομική δραστηριότητα. Το μέγεθός της είναι σημαντικό και βαίνει αυξανόμενο ή μειούμενο ανάλογα με τη στάση του κράτους απέναντι στη φοροδιαφυγή. Δυστυχώς, πέρα από τα έσοδα που χάνει το κράτος, δημιουργείται και έντονο αίσθημα αδικίας στους φορολογικά συνεπείς πολίτες

 

·       Η υποβάθμιση της πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί - όχι μόνο στην Ελλάδα - η υποβάθμιση της πολιτικής εξουσίας (πρωθυπουργός, κοινοβούλιο κτλ.) σε σχέση με την οικονομική εξουσία (επιχειρηματίες, πολυεθνικές επιχειρήσεις, τράπεζες κτλ.). Επιπλέον, η οικονομική εξουσία επηρεάζει σημαντικά την πολιτική εξουσία. Η κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της σύγχρονης δημοκρατίας.

 

·       Η προβληματική λειτουργία των θεσμών. Ένα παράδειγμα προβληματικής λειτουργίας είναι η τυπολατρεία - νομολατρεία. Η επιμονή στον τύπο και όχι στην ουσία έχει ως αποτέλεσμα η συζήτηση ή σύγκρουση να γίνεται για τη διαδικασία και όχι για το περιεχόμενο, ο τύπος να πνίγει την ουσία, το ενδιαφέρον από τα ουσιώδη να μετατίθεται στα επουσιώδη. Σχεδόν για τα πάντα χρειάζεται νόμος. Και σε μια εποχή που πολλά πρέπει να ρυθμιστούν και που πολλά συνεχώς αλλάζουν, το αποτέλεσμα είναι η πολυνομία. Αν προστεθούν η έλλειψη προγραμματισμού και οι ρουσφετολογικές ρυθμίσεις, τότε γίνεται λόγος για βιομηχανία νόμων. Αυτό το φαινόμενο όμως δε βοηθά στην καλή λειτουργία της κοινωνίας και της πολιτείας. Έτσι, μάλλον δικαιολογημένα υπάρχει η αίσθηση ότι οι νόμοι υπάρχουν μόνο για τους οικονομικά και κοινωνικά αδύναμους, ενώ οι οικονομικά και πολιτικά ισχυροί κατορθώνουν να ξεφεύγουν. Τέλος, η έλλειψη προγραμματισμού εμποδίζει τη χώρα να έχει ένα μακρόπνοο και μακροχρόνιο σχέδιο για την οικονομία, την εκπαίδευση, τις υπηρεσίες υγείας κτλ. Επικρατεί η εντύπωση ενός «ράβε ξήλωνε» καθώς κάθε υπουργός και κάθε κυβέρνηση ακυρώνει, συχνά, ορισμένα από τα πεπραγμένα των προηγούμενων.


Θεωρούμε πως οι ταινίες αυτές είναι διαχρονικές και απόλυτα αντιπροσωπευτικές της Ελλάδας του τότε αλλά δυστυχώς και του σήμερα, διότι, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν, διαπιστώνουμε κάλλιστα πως η διαφθορά των ανθρώπων, όχι μόνο σε σχέση με το δημόσιο αλλά και με μια πιο γενική ματιά ως προς την αντίληψη των πολιτών και τις πεποιθήσεις των Ελλήνων, παραμένει ίδια και απαράλλαχτη.

 

Κριθιώτης Ευθύμης, Νικόπουλος Τάσος, Ποδιώτης Χρήστος, Σαγίρογλου Ζήσης, Τσισμαλίδης Αλέξανδρος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οικογενειακά ήθη και έθιμα. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικογένειας



Οικογενειακά ήθη και έθιμα. Η ιδιαιτερότητα  της ελληνικής οικογένειας.

«Δεσποινίς … ετών 39»

 Η πρώτη ταινία που παρακολουθήσαμε ήταν η Δεσποινίς…ετών 39, μια δραματική κομεντί του 1954 σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου και σενάριο του ίδιου και του

Χρήστου Γιαννακόπουλου. Η υπόθεση βασίζεται σε ένα  κλασικό οικογενειακό θέμα εκείνης της εποχής. Ο αδελφός, ο Τηλέμαχος Καραντάρης, δεν μπορεί να παντρευτεί αν δεν αποκαταστήσει πρώτα την αδελφή του, τη Χρυσάνθη. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι ότι δεν βρίσκει με ποιον να την παντρέψει , καθώς έχει φτάσει σε μεγάλη ηλικία και είναι δύσκολο να βρει γαμπρό. Γι’ αυτό τον λόγο,  με τη συμβουλή και βοήθεια ενός φίλου του, γράφει μια αγγελία στην οποία παρουσιάζει την αδελφή του ως 39 ετών με σκοπό να κρύψει την πραγματική της ηλικία και τονίζει ως δέλεαρ τα περιουσιακά της στοιχεία. Δυστυχώς, μια σειρά συμπτώσεων θα ανατρέψει τα σχέδιά τους και οι υποψήφιοι γαμπροί θα ζητήσουν σε γάμο την εξαδέλφη τους αλλά και την αρραβωνιαστικιά του Τηλέμαχου. Τα δυο αδέλφια μένουν στο τέλος μόνα και ανύπαντρα.  Η ταινία αυτή μας δείχνει τις διαφορές που είχαν οι οικογένειες του τότε και του σήμερα. Το γεγονός ότι για να παντρευτεί ο αδελφός πρέπει πρώτα να αποκαταστήσει την αδελφή του είναι κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα. Επίσης, τις γυναίκες που είναι παντρεμένες τις αποκαλούσαν κυρίες και αυτές που δεν είχαν παντρευτεί δεσποινίδες ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Παράλληλα με τις διαφορές, υπάρχει και μια ομοιότητα που δεν μπορούμε να παραλείψουμε. Η αδελφική αγάπη που συναντάται και τότε και σήμερα είναι πολύ σημαντική, καθώς τα αδέλφια στηρίζουν το ένα το άλλο σε κάθε δυσκολία ακόμα και αν πρέπει να στερηθούν κάτι πολύτιμο.



«Μερικοί το προτιμούν κρύο» 

 Η επόμενη  ταινία μας ήταν το Μερικοί το προτιμούν κρύο. Μία μουσική κωμωδία του 1963, της Φίνος Φιλμ, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Η ταινία αυτή μας εκφράζει με έναν πολύ ευχάριστο και χιουμοριστικό τρόπο τα οικογενειακά ήθη και έθιμα εκείνης της εποχής, προβάλλοντας τις παραδόσεις του γάμου που καλούνταν όλοι να ακολουθήσουν, μέσα από μία οικογένεια με τρεις κόρες και έναν γιο. Το μεγάλο πρόβλημα  της  μικροαστικής αυτής οικογένειας ήταν το πώς θα παντρέψει τα κορίτσια της. Το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο, καθώς η μεγαλύτερη αδελφή έχει τα χρονάκια της και  αργεί να παντρευτεί, με αποτέλεσμα να καθυστερεί τους γάμους και των υπολοίπων και κυρίως του αδελφού της, του Λάκη, ο οποίος ταλαιπωρεί την αρραβωνιαστικιά του, γιατί οι αρχές του δεν του επιτρέπουν να την παντρευτεί προτού αποκαταστήσει τις τρεις αδελφές του. Το τέλος, βέβαια, είναι ευτυχές για όλους, καθώς παντρεύονται αυτούς που αγαπούν. 


                                                                                                

«Ο Παπατρέχας»                                       

 Η τελευταία ταινία μας ήταν ο Παπατρέχας, μια  κωμωδία του 1966 σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού, της οποίας παραγωγός και πρωταγωνιστής είναι ο Θανάσης Βέγγος. Σύμφωνα με την ταινία, ο Πολύδωρος, ένας θυρωρός μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα, τρέχει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να εξυπηρετεί καθημερινά τους ενοίκους της. Σκοπός του είναι να εξοικονομήσει χρήματα για να παντρέψει τις έξι αδερφές του και τη θεία του με το όνειρο να παντρευτεί και αυτός με τη σειρά του το κορίτσι του, τη Χαρίκλεια. Ο ηρωικός Πολύδωρος με πολλές θυσίες και προσπάθειες θα καταφέρει να βρει τους πολυπόθητους γαμπρούς και να παντρευτεί τελικά τη Χαρίκλεια, που κινδύνευσε να χάσει γιατί τα αδέλφια της ήθελαν να την παντρέψουν με άλλον. Και αυτή η ταινία προβάλλει στοιχεία που μας δείχνουν πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή σε σχέση με σήμερα. Το ίδιο θέμα. Ο αδελφός είναι ο προστάτης της οικογένειας και υποκαθιστά τον πατέρα όταν δεν υπάρχει. Είναι υποχρεωμένος με κάθε θυσία να αποκαταστήσει τις αδελφές του και να ελέγχει τις ζωές τους μέχρι να τις παντρέψει. 



     

  Και στις τρεις ταινίες το θέμα είναι κοινό. Στην ελληνική οικογένεια του ’50 και του ’60 οι ρόλοι των μελών είναι συγκεκριμένοι. Ο πατέρας καθορίζει - ή τουλάχιστον επιχειρεί να καθορίσει - τους γάμους των παιδιών του και το αγόρι της οικογένειας βοηθάει τον πατέρα στο ρόλο του. Όταν δεν υπάρχει πατέρας, ο αδελφός αναλαμβάνει την προστασία των κοριτσιών και δεν μπορεί να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια εάν δεν παντρέψει την αδελφή ή τις αδελφές του. Στην εποχή μας, τα οικογενειακά ήθη, σίγουρα, έχουν αλλάξει και οι νέοι, αλλά και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι, κρίνουν διαφορετικά κάποια πράγματα και δεν δίνουν τόση σημασία στο γάμο. Αντιθέτως, προτιμούν να έχουν πιο ελεύθερες σχέσεις ή ακόμα και όταν προκύπτει ο γάμος, θα είναι υπό πιο ήπιες και ελεύθερες συνθήκες. Οι γυναίκες είναι πολύ πιο ανεξάρτητες, επιλέγουν το σύντροφό τους και ασφαλώς ο αδελφός  τους, εάν έχουν, δεν περιμένει να τις παντρέψει για να προχωρήσει στη δική του ζωή.  Πολύ διαφορετική, λοιπόν, η  σύγχρονη ελληνική οικογένεια, πολύ πιο ελεύθερα τα μέλη της να κάνουν τις επιλογές που επιθυμούν αλλά, σίγουρα, και σε σύγκριση με άλλες χώρες, πάντα δεμένη και με στενές σχέσεις αλληλοβοήθειας των μελών της.


 Ελευθερία Κονδυλίδου, Ζήσης Μπιτζίκας, Μαρία Ορφανίδου





 

 

 

 

 


Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Είδαμε την ταινία "ο λουστράκος"




«Ο λουστράκος» 

Ο μικρός Βασίλης δουλεύει ως λουστράκος για να μπορεί να ζήσει, καθώς η μητέρα του Άννα είναι φυλακισμένη, με την κατηγορία ληστείας μετά από φόνο. Μια μέρα όμως, ο μικρός Βασίλης τυχαίνει να γυαλίσει τα παπούτσια ενός δικηγόρου, τον Καρέλη, και τον πείθει να υπερασπιστεί τη μητέρα του ώστε αυτή να αποφυλακιστεί. Ο Καρέλης και ο Βασίλης καταφέρνουν να συγκεντρώσουν αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητα της μητέρας του. Ύστερα από κάποια χρόνια, ο Βασίλης έχοντας πια ενηλικιωθεί, σπουδάζει ιατρική με τη συμπαράσταση της μητέρας του, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να γυαλίζει παπούτσια για το προς το ζην. Η εργασία του όμως αυτή του προκαλεί προβλήματα στην κοινωνική του ζωή στη σχολή. Ταυτόχρονα ερωτεύεται την πλούσια Μαρία, ανιψιά του Καρέλη, η οποία επίσης σπουδάζει ιατρική. Η μεταξύ τους σχέση δυστυχώς συναντά τις αντιδράσεις της μητέρας της Μαρίας, για τον απλό λόγο πως ο Βασίλης δεν ανήκει στις υψηλές τάξεις και επιθυμεί να παντρέψει την κόρη της με τον Τάκη, πλούσιο αλλά επιφανειακό νεαρό. Έτσι λοιπόν για να πάψει να αγαπά τον Βασίλη τη στέλνει στο Μόναχο, όπου σπουδάζει ζωγραφική. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της μητέρας της, η Μαρία εξακολουθεί να θέλει τον Βασίλη και αποφασίζει να πάει να τον δει στην ορκωμοσία του, ως αναπάντεχη έκπληξη. Τελικά, στην τελετή βρίσκεται και η μητέρα της, η οποία δίνει τη συγκατάθεσή της.     

Η ταινία αυτή περιέχει δράμα, έρωτα και αγωνία μέσα σε μια έξυπνη πλοκή. Δείχνει πως η αγάπη μπορεί να ξεπεράσει κάθε είδους κοινωνικές διαφορές και να ξεπεράσει το συμφέρον των ανθρώπων.

                                                                     Γενοβέφα & Ελένη Πολύμου

 

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

Κρύβονται τα μυστικά του φλερτ μέσα σε κανάτες; (Η θεία από το Σικάγο)

 



Κρύβονται τα μυστικά του φλερτ μέσα σε κανάτες;

Το πρώτο κανάτι έπεσε… Και η πρώτη ανιψιά παντρεύτηκε. 

Στην ταινία «Η θεία από το Σικάγο», η Γεωργία Βασιλειάδου, απογειώνοντας τον ρόλο της Καλλιόπης στην ταινία, μας παρουσιάζει μια ιστορία όχι και τόσο συνηθισμένη. Με σκοπό να βρει στις ανιψούλες της άνδρα για να παντρευτούν, ρίχνει σε αυτούς κανάτα. Περίεργο, κι όμως πολύ σοφό. Πώς πήγαιναν λοιπόν οι συζητήσεις στο περίπου;

Θεία- Αχ, χίλια συγγνώμη, βλέπετε έπεσε η κανάτα από τα χέρια της ανιψούλας μου. (Τη ρίξαμε για να μπορέσουμε να σε προσεγγίσουμε και να σου μιλήσουμε)

Ανιψιά- Συγχωρήστε με, κύριε. Δεν το ήθελα, αλήθεια μου ξέφυγε. (Μπράβο θεία, το κόλπο σου πέτυχε!)

Κύριος- Ω, κανένα πρόβλημα, μη στενοχωριέστε, σας παρακαλώ. (Και ποιος δεν συγχωρεί μια όμορφη κοπελίτσα –ειδικά αν δεν είναι δεσμευμένος-; )

Θεία- Α, κύριέ μου, δεν μπορούμε να σας αφήσουμε να πάτε στη δουλειά σας σε τέτοια κατάσταση. Ελάτε πάνω να στεγνώσουμε τα ρούχα σας. (Αν έρθει στο σπιτικό μας μπορεί να ακούσει περισσότερα για την ανιψιά μου και να την ερωτευθεί)

Κύριος- Όχι, παρακαλώ, δεν θέλω να σας γίνομαι κόπος.

Θεία- Τι κόπος, καλέ; Πρέπει να επανορθώσουμε για το λάθος μας, σας παρακαλούμε. (Έλα πάνω, παλληκάρι μου, μη μου κάνεις τη ζωή δύσκολη)

Κύριος- Εντάξει, θα έρθω. Σας ευχαριστώ.

Και που να ήξερε ότι στο σπίτι «έραβαν» το κοστούμι που θα φορούσε στον γάμο με την ανιψιά. Έτσι πάει η ιστορία και για τις υπόλοιπες ανιψιές και μπορούμε να καταλάβουμε πόσο γέλιο ρίχνουμε σε αυτή την ταινία.

Θα μπορούσαμε ποτέ να συγκρίνουμε αυτό που είδαμε στην ταινία με το σήμερα; Θα μπορούσαμε να ρίχνουμε και εμείς κανάτες με σκοπό βρούμε τον γαμπρό ή τη νύφη μας. Λίγο ριψοκίνδυνο, αλλά πέτυχε πόσες φορές στην ταινία. 

Μάλλον, όμως, δεν πρέπει να συγκρίνουμε το «Γεια σου, μήπως θα μπορούσα να έχω το νούμερό/ ίνσταγκραμ σου;» με το «Συγγνώμη, κύριε, που η ανιψιά μου έριξε την κανάτα πάνω σας!» γιατί στο τέλος η αγάπη δεν βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε ένα άτομο, αλλά με το ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα και πόσο κοντά μπορούν να έρθουν οι ψυχές μας. 

Ήταν τυχαίο, λοιπόν, που η ανιψιές βρήκαν τον σύζυγό τους με μια κεραμιδί κανάτα; Ίσως ήταν τυχαίο, ίσως δεν είχαν άλλη επιλογή… ίσως είναι και ταινία!

                                                                                          Σκουρκέα Βασιλεία




Η Συντακτική ομάδα

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

οι αναζητήσεις μιας γενιάς




 https://ellinikoskinimatografos.gr/oi-echthroi/


Την είδα το βράδυ της Παρασκευής στην κρατική τηλεόραση (άρα λογικά υπάρχει στην ΕΡΤflix). Δεν την πρόλαβα ολόκληρη, πάντως μου φάνηκε ενδιαφέρουσα. Ολίγον μελό ηθογραφία, αλλά το δικαιολογεί και το θέμα: νέοι άνθρωποι προσπαθούν είτε να ορθοποδήσουν (στην κυριολεξία, δείτε το και θα καταλάβετε...) μετά τη λαίλαπα της γερμανικής Κατοχής, είτε να ακολουθήσουν τον προσωπικό τους δρόμο με αξιοπρέπεια και τιμιότητα. Φώσκολος υπογράφει το σενάριο άλλωστε. 

Τα μετακατοχικά τραύματα, επομένως, και οι αναζητήσεις μιας γενιάς που θα αναγκαστεί να παλέψει με φαντάσματα, να σπουδάσει, να μεταναστεύσει, να φτιάξει σύστημα αξιών. Σκηνοθετεί ο Ντίνος Δημόπουλος και το καστ πολλά υποσχόμενο: Αλ. Αλεξανδράκης, Τζένη Ρουσσέα, Αλέκα Κατσέλη, Βύρων Πάλλης, Φαίδων Γεωργίτσης, Κατερίνα Χέλμη και βάλε.  Από μόνο του ένας λόγος να δείτε την ταινία.

Α, και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου. Να άλλος ένας!

Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

  Η μαγεία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου Είτε ασπρόμαυρες είτε έγχρωμες οι ταινίες του ΄50 και του ΄60, ιδιαίτερα οι κωμωδίες, είναι σ...